- πριγκιπικός
- και πριγκηπικός, -ή και -ιά, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίγκιπα (α. «πριγκιπικός τίτλος» β. «ελληνική Πριγκιπική Ακαδημία τού Βουκουρεστίου»)2. αυτός που αρμόζει, που προσιδιάζει σε πρίγκιπα, επιβλητικός, μεγαλοπρεπής (α. «πριγκιπικό ντύσιμο» β. «πριγκιπική πολυτέλεια»)3. μτφ. πλουσιοπάροχος («πριγκιπικό γεύμα»)4. φρ. «πριγκιπικό θησαυροφυλάκιο» — ειδική στην αρχή και οικονομική στη συνέχεια υπηρεσία διαφόρων τοπικών πριγκίπων.επίρρ...πριγκιπικώς και πριγκηπικώς και -ά, Νμε τρόπο που αρμόζει σε πρίγκιπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίγκιπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.