πριγκιπικός

πριγκιπικός
και πριγκηπικός, -ή και -ιά, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίγκιπα (α. «πριγκιπικός τίτλος» β. «ελληνική Πριγκιπική Ακαδημία τού Βουκουρεστίου»)
2. αυτός που αρμόζει, που προσιδιάζει σε πρίγκιπα, επιβλητικός, μεγαλοπρεπής (α. «πριγκιπικό ντύσιμο» β. «πριγκιπική πολυτέλεια»)
3. μτφ. πλουσιοπάροχος («πριγκιπικό γεύμα»)
4. φρ. «πριγκιπικό θησαυροφυλάκιο» — ειδική στην αρχή και οικονομική στη συνέχεια υπηρεσία διαφόρων τοπικών πριγκίπων.
επίρρ...
πριγκιπικώς και πριγκηπικώς και -ά, Ν
με τρόπο που αρμόζει σε πρίγκιπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίγκιπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πριγκιπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρίγκιπα: Πριγκιπική πολυτέλεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρυοκολαπτίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 210 είδη, που ζουν σε δασώδεις περιοχές όλων των χωρών, εκτός από τη Μαδαγασκάρη και την Αυστραλία. To μήκος τους ξεκινά από 9 εκ. και μπορεί να φτάσει τα 55 εκ …   Dictionary of Greek

  • πριγκίπειος — ον, Μ [πρίγκιψ, ιπος] πριγκιπικός …   Dictionary of Greek

  • υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • υψηλός — υψηλός, ή, ό και ψηλός, ή, ό και αψηλός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει ύψος μεγαλύτερο από το κανονικό ή από άλλον με τον οποίο συγκρίνεται: Υψηλό ανάστημα. 2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας, ορεινός: Υψηλή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”